- παγανικός
- πᾱγᾱν-ικός, ή, όν, (A pagus) civilian, opp. στρατιωτικός, PMasp.2ii 23 (vi A. D.).2 unofficial, BGU936.10 (v A. D.).3 lay, opp. μοναχικός, PFlor.287.1 (v A. D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παγανικός — παγανικός, ή, όν (Α) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πάγο, δηλ. στην κώμη, πολίτης, πολιτικός 2. λαϊκός, κοσμικός, μη κληρικός 3. ιδιώτης, ανεπίσημος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. paganicus < pagus «χωριό, κώμη» (βλ. λ. πάγος [ΙΙ])] … Dictionary of Greek
παγανικαί — παγανικός pagus) civilian fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)